αζουρίτης

αζουρίτης
Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην επιφάνεια χαλκούχων κοιτασμάτων· συναντάται συχνά στη Σιβηρία, στην Κορνουάλη (Αγγλία), στη Σαρδηνία και την Τοσκάνη (Ιταλία) και στη ΝΔ Αφρική. Στην Ελλάδα δεν παρουσιάζονται εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα α. αλλά ως δευτερογενείς κρύσταλλοι, σε συνδυασμό με μαλαχίτη, στο Λαύριο, στην Όρθρυ (Λιμογάρδι), στην Ερμιόνη κ.α. Η χρήση του για την παρασκευή γαλάζιου χρώματος (ορεινό κυανούν) είναι σήμερα πολύ περιορισμένη, γιατί το χρώμα εύκολα αλλοιώνεται. Κρύσταλλοι αζουρίτη.
* * *
ο (Ορυκτ.)
ορυκτό τού χαλκού με χημικό τύπο Cu(OH)2·2CuCO3 (βασικός ανθρακικός χαλκός).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ajurite < ajur (< λατ. azzurum < αραβ. (al-) lazward < περσ. lazward, lazhuward, «το μπλε χρώμα, ο λίθος lapis lazuli») + -ite (πρβλ. -ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αζουρομαλαχίτης — Παλιά ονομασία ορυκτού, που αποτελείται από αζουρίτη και μαλαχίτη. Οι ζωγράφοι της Αναγέννησης χρησιμοποιούσαν τη σκόνη του αζουρίτη για να χρωματίσουν τον ουρανό και τη θάλασσα στους πίνακές τους. Με τον καιρό όμως το χρώμα αυτό αλλοιώθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • αζουρούτιον — ἀζουρούτιον, το (Μ) φυσικός ανθρακικός χαλκός, ο αζουρίτης …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”